θεοδρόμος

θεοδρόμος
θεοδρόμος, -ον (AM)
1. αυτός που ζει σύμφωνα με τη θέληση τού θεού
2. αυτός που κατευθύνεται προς τον θεό («θεοδρόμον αστέρα θεωρήσαντες Μάγοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -δρόμος (< δραμείν), πρβλ. αρματο-δρόμος, ταχυ-δρόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • θεοδρομία — θεοδρομία, ἡ (Μ) [θεοδρόμος] το να ακολουθεί κάποιος τον δρόμο τού θεού …   Dictionary of Greek

  • θεοδρομώ — (Μ θεοδρομῶ, έω) [θεοδρόμος] ακολουθώ τον δρόμο τού θεού, ζω σύμφωνα με τις θεϊκές εντολές …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՐԱՊԵՏ — (ի, աւ կամ իւ, աց, օք.) NBH 1 1064 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c ա. πρόδρομος praecursor, praevius, praecedens, antecessor. (լծ. կառապետ, կամ կարաւանապետ.) Հորդիչ ճանապարհի, իբրեւ առաջնորդ, եւ իբր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”